- θεοβλαβής
- θεοβλαβ-ής, ές,A stricken of God, infatuated, Hdt.1.127,8.137, Ant.Lib.22.4. Adv.
-βῶς Poll.1.22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-βῶς Poll.1.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοβλαβής — θεοβλαβής, ές (AM) αυτός που έχει τιμωρηθεί από τους θεούς με βλάβη τών φρενών, με τύφλωση τού νου. Επίρρ.: θεοβλαβώς (Α) με παραφροσύνη που προέρχεται από κάποιον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαβής (< βλάβη), πρβλ. α βλαβής, φρενο βλαβής] … Dictionary of Greek
θεοβλαβής — stricken of God masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβές — θεοβλαβής stricken of God masc/fem voc sg θεοβλαβής stricken of God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβῶς — θεοβλαβής stricken of God adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβώ — θεοβλαβῶ, έω (Α) [θεοβλαβής] 1. ασεβώ προς τους θεούς 2. είμαι θεοβλαβής* … Dictionary of Greek
θεοβλαβεῖ — θεοβλαβέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβλαβεῖς — θεοβλαβέω to be pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) θεοβλαβής stricken of God masc/fem acc pl θεοβλαβής stricken of God masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοβλάβεια — θεοβλάθεια, ἡ (Α) [θεοβλαβής] παραφροσύνη, τύφλωση τού νου σταλμένη ως τιμωρία από κάποιον θεό … Dictionary of Greek
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek